- ἐφηβεῖον
- ἐφηβ-εῖον, τό,A principal court in the παλαίστρα, Vitr.5.11.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφηβείον — ἐφηβεῑον, τὸ (Α) [έφηβος] μέρος για εκγύμναση τών εφήβων … Dictionary of Greek
ἐφηβεῖον — principal court neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφηβεῖα — ἐφηβεῖον principal court neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφήβαιο — τὸ (Α ἐφήβαιον και ἐφήβειον) η ήβη, η ηβική χώρα και το υπερκείμενο τού αιδοίου τριχωτό τμήμα τού υπογαστρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἥβη] … Dictionary of Greek